Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άκνημος — ἄκνημος, ον (Α) [κνήμη] αυτός που δεν έχει κνήμη … Dictionary of Greek
ἄκνημος — without calf masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκνήμους — ἄκνημος without calf masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)